- χορήγημα
- το, -ατοςαυτό που χορηγείται, επίδομα, κάθε χρηματική παροχή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χορήγημα — expenditure on neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χορήγημα — το, ΝΜΑ [χορηγῶ] νεοελλ. χρηματικό βοήθημα, επίδομα μσν. αρχ. το να καταβάλλει κανείς τις δαπάνες για κάτι … Dictionary of Greek
χορηγήματα — χορήγημα expenditure on neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιχορήγημα — το (AM ἐπιχορήγημα) πρόσθετο χορήγημα … Dictionary of Greek
επιχορήγημα — το, ατος το επιπλέον χορήγημα, πρόσθετη αμοιβή ή παροχή, επίδομα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)